- αεισύμφορος
- ἀεισύμφορος, -ον (Α)αυτός που πάντοτε συμφέρει, που πάντοτε είναι ωφέλιμος, χρήσιμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + σύμφορος < συμφέρω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek